ἀγροίκου

ἀγροίκου
ἄγροικος
dwelling in the fields
masc/fem/neut gen sg
ἀγροῖκος
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βάνδαλος — ο 1. εκείνος που ανήκει στο βανδαλικό έθνος 2. αγροίκος, ακαλαίσθητος, που καταστρέφει έργα τέχνης, βάρβαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. Vandal < λατ. Vandalus < (γερμ.) *Wandaĭ «Βάνδαλος». Οι Βάνδαλοι, γερμανικός… …   Dictionary of Greek

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • Γκόγκολ, Νικολάι Βασίλιεβιτς — (Nikolay Vasilyevich Gogol, Σοροστσίντσι, Πολτάβα 1809 – Μόσχα 1852). Ρώσος συγγραφέας. Καταγόταν από πατριαρχική οικογένεια Ουκρανών κοζάκων, έζησε έως δώδεκα ετών στο μικρό πατρικό υποστατικό της Βασιλιέβκα και αργότερα φοίτησε στο γυμνάσιο του …   Dictionary of Greek

  • χοντρ(ο)- — και χοντρό , ως πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων δίνει σ αυτές την έννοια του χοντρού, του χοντροειδούς ή άτεχνου και του αγροίκου ή άξεστου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”